More

    Μίκης Θεοδωράκης “Ο θρύλος των 8 δεκαετιών μουσικής προσφοράς”. Της Δρ. Ρ.Δαλιανούδη

    ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – Ο θρύλος των 8 δεκαετιών µουσικής προσφοράς… Ένα χρόνο µετά… Της Δρ. Ρενάτας Δαλιανούδη

    Όσα και να έχουν ήδη γραφτεί για τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη δεν είναι
    αρκετά για να παρουσιάσει κανείς το «φαινόμενο» Θεοδωράκη, (όπως τον
    χαρακτηρίζει ο Βασίλης Βασιλικός 1 ), ο οποίος για οκτώ περίπου δεκαετίες μάς
    προσέφερε το πνευματικό του έργο.
    Ένα πνευματικό έργο που ξεδιπλώνεται μέσα από τις διαφορετικές αλλά
    παραπληρωματικές ταυτότητες του Μίκη Θεοδωράκη: συνθέτης, ποιητής,
    συγγραφέας, λαϊκός αγωνιστής, ιδεολόγος, πολιτικός (διατέλεσε υπουργός, 4 φορές
    βουλευτής, ακτιβιστής). Και λέω παραπληρωματικές γιατί η μία ταυτότητα αποτελεί μέρος της άλλης· οι πολιτικές του πεποιθήσεις διοχετεύονται μέσα στις μουσικές του ή/ και αντίστροφα, ότι οι μουσικές και καλλιτεχνικές του επιλογές εκφράζουν τις
    πολιτικές του θέσεις και πεποιθήσεις.
    Ο Μίκης Θεοδωράκης θεμελίωσε -από το 1958 και μετά- το «έντεχνο» λαϊκό
    τραγούδι, με τον Επιτάφιο, σε ποίηση Γ. Ρίτσου. Η 1 η εκδοχή ήταν του Μ. Χατζιδάκι
    με τη Νάνα Μούσχουρη, το 1958, η οποία ήταν πιο «αστική», πιο λεπτεπίλεπτη, πιο
    ελαφρά και επιδοκιμάστηκε από την πνευματική τάξη της εποχής, αλλά δεν
    αγκαλιάστηκε από το πλατύ κοινό, όπως περίμενε ο Θεοδωράκης (παράδειγμα «μέρα
    Μαγιού μου μίσεψες» με Μούσχουρη: https://www.youtube.com/watch?v=4DoY0fzRlQo)


    Η 2 η και πιο γνωστή εκδοχή του Επιτάφιου (Columbia, T. Λαμπρόπουλος)
    ηχογραφήθηκε με τη δωρική φωνή του Γ. Μπιθικώτση και το ηλεκτρικό μπουζούκι
    του Μ. Χιώτη, εκδοχή που αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό («μέρα Μαγιού μου μίσεψες»
    με Μπιθικώτση: https://www.youtube.com/watch?v=adbGlrhip70).
    Η 3 η εκδοχή ήταν με ορχήστρα εγχόρδων και τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, μ’
    ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λίντα. (https://www.youtube.com/watch?v=RsEjYs66A7k με
    Μ. Λίντα)

    Στην περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη σημαντικό ρόλο παίζουν οι πολιτικές
    συνθήκες της εποχής: η κατοχή, ο εμφύλιος, η Ε.Δ.Α. (Ενιαία Δημοκρατική
    Αριστερά), το Κ.Κ.Ε., η δολοφονία Λαμπράκη, η Χούντα, η ενεργός συμμετοχή του σε πολιτικές και κομματικές οργανώσεις (Ε.Α.Μ., Ε.Π.Ο.Ν., Νεολαία Λαμπράκη), οι
    οποίες έχουν τόσο δραματικές όσο και θετικές συνέπειες για τον ίδιο: συλλήψεις,
    εξορία, φυλάκιση (ήδη από το 1967), κατ’ οίκον περιορισμός, απεργίες πείνας,
    απαγόρευση της μουσικής του, αλλά και γνωριμία με σημαντικές πολιτικές και
    καλλιτεχνικές προσωπικότητες του εξωτερικού, διεύρυνση της φήμης του στο
    εξωτερικό, επιμονή στο όραμά του, ταύτιση με τον λαό και ευρεία αποδοχή από τον
    αυτόν.

    Ο Θεοδωράκης, γνωρίζοντας πολύ καλά το λαϊκό τραγούδι, το παραδοσιακό
    τραγούδι και τη βυζαντινή υμνωδία, τόσο βιωματικά («οι ρίζες της μουσικής μου
    αγωγής βρίσκονται στα τραγούδια που μ’ έμαθε η μητέρα μου, στις εκκλησιές από την
    τρίτη δημοτικού ως την έκτη Γυμνασίου, και στα τραγούδια της γειτονιάς», όπως
    ομολογεί σε συνέντευξή του) 2 όσο και μουσικολογικά (με τις σπουδές του στη λόγια δυτική μουσική στην Ελλάδα και το Παρίσι), και στο πλαίσιο του ιδεολογικού
    κινήματος «της μαχόμενης κουλτούρας», μιας πολιτιστικής/ μορφωτικής
    επανάστασης, (όπως γράφει ο Ροζέ Γκαρωντύ, το 1972) 3 , με αφετηρία τις αριστερές δυνάμεις της χώρας, από τη δεκαετία του ’60, επιδιώκει τη μουσική και αισθητική αγωγή του ευρύ κοινού μέσα από λαϊκά τραγούδια υψηλών απαιτήσεων, βασισμένων στην ποίηση των Ρίτσου, Σεφέρη, Ελύτη, Βάρναλη, Αναγνωστάκη κ.ά.
    Και αυτό γιατί «Ο λαϊκός μας πολιτισμός δεν σημαίνει για τον λαό μας μόνο Τέχνη,
    μονάχα αισθητική απόλαυση. Σημαίνει ακόμα την αγάπη της ελληνικής γλώσσας, σαν την πεμπτουσία της ελληνικής κληρονομιάς». 4 Η ιδεολογία αυτή, η οποία προάγει ουσιαστικά τον διάλογο με τον λαό και φέρνει σε άμεση επαφή τον δημιουργό με τον αποδέκτη του, πραγματώνεται μέσα από συνεχόμενες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, μέσα από συνεργασίες με πνευματικούς ανθρώπους του εξωτερικού, εκδόσεις δίσκων, διακηρύξεις και φυσικά μέσα από τη μελοποιημένη ποίηση και τη δημιουργία νέων μορφολογικών δομών του ελληνικού τραγουδιού:
    τραγούδι-ποταμός (Αρκαδίες 6,7,8), μετα-συμφωνικό έργο (Άξιον εστί), λαϊκό λυρικό
    θέατρο/ λαϊκή τραγωδία (Το τραγούδι του νεκρού αδελφού).
    Το πιο σημαντικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη θεωρείται η μελοποιημένη ποίηση,
    δηλαδή η σύνθεση λαϊκής μουσικής, χρησιμοποιώντας αντί για στίχους ποιήματα
    βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιώργος Σεφέρης
    (Νόμπελ 1963), Pablo Neruda (Νόμπελ 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Νόμπελ 1979).
    Τα βασικά χαρακτηριστικά του «έντεχνου λαϊκού» τραγουδιού είναι το τραγούδι,
    στου οποίου την ενοργάνωση/ ενορχήστρωση λαϊκά και παραδοσιακά όργανα
    συνδιαλέγονται με όργανα δυτικής ορχήστρας ή ακόμα και με ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα. 5 Τρανταχτά παραδείγματα το Άξιον Εστί, όπου το μπουζούκι και το
    σαντούρι παίζουν επί ίσοις όροις μέσα σε συμφωνική ορχήστρα, και (άλλο
    παράδειγμα) ο Επιτάφιος, στην 3 η ενορχηστρωτική εκδοχή, 6 μ’ ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λίντα (ηχογράφηση 1963), όπου το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη
    συνδιαλέγεται με την ορχήστρα εγχόρδων που παραπέμπει στην ελαφρά μουσική και
    την ατμόσφαιρα των κοσμικών νυχτερινών κέντρων της εποχής.
    Το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι είναι το τραγούδι, στο οποίο όργανα δυτικής
    ορχήστρας μιμούνται παραδοσιακά όργανα, όπως συμβαίνει με τα βιολιά που
    παίζονται σαν κρητικές λύρες στο γ’ μέρος, στο «δοξαστικόν» του Άξιον Εστί.
    («δοξαστικόν», https://www.youtube.com/watch?v=4Vq1ty-WxN4)
    Είναι το τραγούδι που ταυτόχρονα δομείται με ή έστω «πατάει» σε παραδοσιακά και
    λαϊκά στοιχεία, όπως είναι αυτά των ρυθμών, των μελωδιών και των οργάνων από τη δημοτική, τη λαϊκή και τη βυζαντινή μουσική. Είναι το τραγούδι που στηρίζεται σε «βασανισμένους» στίχους, δηλ. γραμμένους από την πένα ποιητών και όχι από τη μακραίωνη ανώνυμη λαϊκή ποίηση.
    Για παράδειγμα ο τσάμικος ρυθμός, πάνω στον οποίο στηρίζεται ο βυζαντινός
    ψαλμός, που ακούμε επίσης στο γ’ μέρος του Άξιον Εστί, το μετα-συμφωνικό έργο/
    λαϊκό ορατόριο, σε ποίηση Οδ. Ελύτη (1960). Είναι τα 9/4 του ζεϊμπέκικου που
    χορεύουμε στα ρεμπετοφανή τραγούδια «Δραπετσώνα», «Σαββατόβραδο», «βρέχει
    στη φτωχογειτονιά» («βρέχει στη φτωχογειτονιά»
    https://www.youtube.com/watch?v=Is-qSifADp4), σε στίχους Τ. Λειβαδίτη, από τον
    κύκλο τραγουδιών Πολιτεία (1959), γραμμένα, όμως, όχι από ρεμπέτη αλλά από αστό και μάλιστα λόγιο δημιουργό.
    Παρότι ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο πρώτος 7 που ανοίγει τον δρόμο προς την
    «έντεχνη λαϊκή» μουσική, από τα μέσα της δεκαετίας ’40, μελοποιώντας λόγιους
    ποιητές (Μπολιβάρ, σε ποίηση Ν. Εγγονόπουλου, 1945-46 και λίγο αργότερα τα δύο ναυτικά τραγούδια, σε ποίηση Μ. Σαχτούρη, 1947-48) 8 , ο Μίκης Θεοδωράκη
    θεωρείται ο θεμελιωτής του «έντεχνου» λαϊκού τραγουδιού. Μέσα από τη
    «στρατευμένη πολιτική του, τρέφει τη στρατευμένη μουσική του» (φράση του Φ.
    Μιττεράν το 1975 9 ) και καταφέρνει να παρασύρει τα πλήθη, γιατί απευθύνεται στη
    βάση του λαού, πασχίζοντας να καταστήσει τις πλατιές μάζες κοινωνό της λόγιας
    σύγχρονης ποίησης και συνθετότερης μουσικής φόρμας (μετασυμφωνικό έργο, λαϊκή τραγωδία), μέσα από το «επεξεργασμένο» λαϊκό τραγούδι, μέσα από το «έντεχνο
    λαϊκό» τραγούδι.


    Αυτό που καθιστά επίσης το στρατευμένο κίνημα και τον εμπνευστή του, τον Μίκη
    Θεοδωράκη ως έναν πολύ σημαντικό παράγοντα στην ιστορία του σύγχρονου
    ελληνικού τραγουδιού είναι το γεγονός, ότι ανασύρει τη λόγια ποίηση από τα
    συρτάρια των δημιουργών της και «τις σκοτεινές, βαρύθυμες βιβλιοθήκες και τη
    βάζει στον καθαρό αέρα, στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του»,
    (όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γ. Ρίτσος το 1982).
    Ότι αποποινικοποιεί το μπουζούκι από τη λούμπεν καταγωγή του (κάτι που κάνει και
    ο Χατζιδάκις, κυρίως, όμως, μέσα από την απομυθοποίηση του οργάνου) και το
    καθιερώνει ως ισότιμο όργανο σε μεγάλες ορχήστρες δυτικού τύπου.
    Ότι «ανεβάζει το επίπεδο της λαϊκής μουσικής από απλή παράθεση μελωδιών στη
    σύνθεση» (όπως περιγράφει ο Οδ. Ελύτης τη μουσική του Θεοδωράκη, το 1964). 11
    Ότι το τελικό μουσικό αποτέλεσμα γίνεται κτήμα του απλού λαού, ο οποίος θεωρεί
    τη μουσική και την ποίηση ως κομμάτι δικό του και όχι ως κάτι ξένο ή άνωθεν
    επιβεβλημένο, ενώ ταυτόχρονα ο ήδη καλλιεργημένος ακροατής ικανοποιεί τις
    αισθητικές του προσλαμβάνουσες με τη μελοποιημένη ποίηση.
    Ότι θέτει το ιδεολογικό υπόβαθρο και τις προϋποθέσεις για μια νέα ελληνική λαϊκή
    μουσική γλώσσα και δημιουργεί «Σχολή», την οποία ακολουθούν επιτυχώς πλήθος
    άλλων σύγχρονων συνθετών (Ξαρχάκος, Λεοντής, Μικρούτσικος κ.ά.)

    ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

    Βασιλικός, Βασίλης (1976) Πορτραίτα, Αθήνα: Εστία, σελ. 65
    2 Φλέσσας, Γιάννης (1994) Μίκης Θεοδωράκης, Αθήνα: Αιγόκερως/ Μουσικά Πορτραίτα, σελ. 15.
    3 Από το κείμενο του Ροζέ Γκαρωντύ στο βιβλίο του Μ. Θεοδωράκη (1972) Το Χρέος, τ. Β’, Αθήνα:
    Πλειάς, σελ. 248.
    4 Θεοδωράκης, Μίκης (1972), Το Χρέος, τ. Β’, Αθήνα: Πλειάς, σελ. 393.
    5 Δαλιανούδη, Ρενάτα (2010), Μάνος Χατζιδάκις και λαϊκή μουσική παράδοση, Αθήνα: Ελληνικά

    Γράμματα, σελ. 185-187.
    6 Η 1 η ήταν του Μ. Χατζιδάκι με τη Νάνα Μούσχουρη, το 1958, η οποία ήταν πιο «αστική», πιο
    λεπτεπίλεπτη, πιο ελαφρά και επιδοκιμάστηκε από την πνευματική ιντελιγκέντσια της εποχής, αλλά
    δεν αγκαλιάστηκε από το πλατύ κοινό, όπως περίμενε ο Θεοδωράκης. Γι’ αυτό και ο συνθέτης προέβη
    άμεσα στη 2 η και πιο γνωστή εκδοχή του Επιτάφιου, με τη δωρική φωνή του Γ. Μπιθικώτση και το
    ηλεκτρικό μπουζούκι του Μ. Χιώτη, εκδοχή που αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό.
    7 Τα Παιδικά Τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη (αρχές της δεκαετίας του ’40), παρότι στηρίζονται σε
    μελοποιημένη ποίηση, είναι έργο συμφωνικό και δεν παραπέμπου
    ν στην ελληνική μουσική παράδοση
    και την «έντεχνη λαϊκή» μουσική.
    8 Για την πλήρη μουσικολογική ανάλυση των έργων του Μ. Χατζιδάκι, βλ. Δαλιανούδη, Ρενάτα
    (2010), ό.π.
    9 Από τον πρόλογο του Φ. Μιττεράν στο βιβλίο του Μ. Θεοδωράκη (1975) Οι μνηστήρες της
    Πηνελόπης, Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 12.
    10 Από τον πρόλογο του Γ. Ρίτσου στο βιβλίο του Μ. Θεοδωράκη (1982) Μαχόμενη Κουλτούρα, Αθήνα:
    Σύγχρονη εποχή, σελ. 9-10.
    11 Από το κείμενο του Οδ. Ελύτη στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τ. Κ., 1964, σελ. 337)

    ˜™

    Ρενάτα Δαλιανούδη
    Μουσικολόγος, Δρ Εθνομουσικολογίας, ΕΚΠΑ & Παν/μιο Βιέννης, Αν. Καθηγήτρια, Τμ. Τεχνών Ήχου και Εικόνας Ιόνιο Παν/μιο, Καθηγήτρια-Σύμβουλος, Ελληνικό Ανοιχτό Παν/μιο

    Τελευταία άρθρα

    Μεγάλη Συναυλία του Ωδείου της Ι.Μ.Π. στις 16 Ιουνίου στον Πειραιά

    Μεγάλη Συναυλία του Ωδείου της Ι.Μ.Π. στις 16 Ιουνίου στον Πειραιά Το Ωδείο...

    Θεόδωρος Γκόλας -“Ένας γίγαντας του ποδοσφαίρου”. Του Γιώργου Τσούκαλη.

    Ένας γίγαντας στου ποδοσφαίρου ζωγραφίζει βελούδινα. Ο λόγος για τον κορυφαίο τερματοφύλακα του Πας Γιάννινα Θοδωρή...

    Eurovision 2023 – Η απόλυτη ντροπή!

    Eurovision 2023 - Η απόλυτη ντροπή! Μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές αποτυχίες και επιλογές, είναι...

    Γ.Καραϊβάζ – Η επιτομή του έντιμου & άξιου επαγγελματία. Γράφει ο Γ.Τσούκαλης

    Γιώργος Καραϊβάζ Η επιτομή του έντιμου-άξιου... Άξιος επαγγελματίας λαμπρός και άριστος οικογενειάρχης...
    14.2k Ακόλουθοι
    Ακολουθήστε

    Προτεινόμενα άρθρα

    Αφήστε ένα σχόλιο

    Παρακαλώ αφήστε το σχόλιό σας
    Παρακαλώ προσθέστε εδώ το όνομά σας