Εύα Μπόνα: 100 χρόνια οικογενειακής παράδοσης στο χώρο της γαστρονομίας.
Της Κατερίνας Πλουμιδάκη
Η Εύα είναι μέλος της UNESCO, ιδρυτικό μέλος της Λέσχης Αρχιμαγείρων Αττικής «Ακρόπολις» καιδιευθύντρια του γυναικείου τμήματος.
Υπήρξε μέλος της Λέσχης Αρχιμαγείρων Ελλάδας και μέλος της παγκόσμιας ομάδας κριτών γαστρονομίας της WACS.
Οργάνωσε με τη βοήθεια του εστιατορίου της και σπουδαστών της από τα ΔΙΕΚ Πειραιά τηνελληνική εκπροσώπηση για το ΙΝΤΕΡΝΑΤΙΟΝΑL CHEF’S DAY CAMPAIGN IN GREECE 2018, the project for HEALTHIER KIDS, HEALTHY FOOD FOR GROWING UP της WACS.
Ο γιος της είναι πιστοποιημένος μάγειρας.
-Μιλήστε μας για την οικογένειά σας.
Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, το 1964. Τα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας τα πέρασα στο Lake Peekskill, Putnam Valley. Πατέρας μου ήταν ο Ματθαίος Βοναζούντας, Τουρκολιμανιώτης, με ρίζες από την Μύκονο και την Μικρά Ασία, ενώ η μητέραμου, Ώντρεϋ Πλατή (Plates), γεννημένη κι αυτή στη Νέα Υόρκη, δίπλα στην εμβληματική Γέφυρα Τζορτζ Ουάσινγκτον, που τόσο αγαπούσε, ήταν απόφοιτη του George Washington High School, με σπουδές έπειτα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πατέρας της και παππούς μου ήταν ο αρχιμάγειρας Μαρίνος Πλατής, μια μεγάλη προσωπικότητα πολύ μπροστά για την εποχή του.
Όταν τελείωσε ο παππούς τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Ελλάδα, αποφάσισε να φύγει για την Αμερική για να βρει την τύχη του με μοναδικό όπλο την τέχνη της μαγειρικής, την οποία και κατείχε.
Ο παππούς Μαρίνος ήταν εργατικός, με καλοσύνη και ιδιαίτερα αγαπητός. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Πειραϊκού συνδέσμου. Υπήρξε από τα πιο δυναμικά μέλη του από τη θέση του ταμία και μέσα από το εκτελεστικό συμβούλιο. Από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου, έχω κρατήσει ότι πολλές από τις σημαντικές συναντήσεις που έκαναν τα μέλη του Συνδέσμου λάμβαναν χώρα στο σπίτι των παππούδων μου.
Η αγάπη του Μαρίνου Πλατή για την Ελλάδα παρέμεινε ως το τέλος άσβεστη. Ήταν φανατικός αναγνώστης του «Εθνικού Κήρυκα» και μπορώ να πω ότι ήταν μια συνήθειά του, που εκτελούσε εντελώς τελετουργικά. Ένιωθε ότι είχε βρει έναν συνδετικό κρίκο με την πατρίδα, που ίσως δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ.
Όσον αφορά τη σημερινή μου οικογένεια, είμαι μητέρα τριών παιδιών που λατρεύω. Είμαι γιαγιά επίσης, έχω δύο μικρά εγγόνια, τα οποία περνούν αρκετές ώρες μαζί μας στην κουζίνα παρατηρώντας, και φορώντας τους σκούφους τους για να γίνει η θεωρία πράξη!
Είμαστε μια μεγάλη οικογένεια που στη βάση της κυριαρχεί η αλληλεγγύη και η αγάπη για την πρόοδο. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και ο, μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια, αδερφός μου Αντώνιος.
-Είστε κορυφαία σεφ και μια παγκόσμια κριτής της γαστρονομίας.
Ο παππούς μου, Μαρίνος Πλατής, κάθε μέρα τάιζε φτωχούς και άπορους, βοηθούσε όπου μπορούσε. Την αγάπη του για τη μαγειρική τη μεταλαμπάδευσε στα παιδιά του, αν και το επάγγελμα δεν το ακολούθησε κανένα από αυτά. Από τα εγγόνια του παππού, είμαι εγώ που ασχολούμαι, εδώ κι αρκετές δεκαετίες, με τη μαγειρική.
Έχω διοργανώσει πολλά σεμινάρια πάνω στην ελληνική, παραδοσιακή κουζίνα, traditional Greek seafood cooking lessons, ενώ έχω εισηγηθεί νέες τάσεις που αφορούν τη βρεφική διατροφή, με την εισαγωγή στερεών τροφών.
Σαν ωραία εμπειρία, έχω κρατήσει και το πέρασμά μου ως κριτής γαστρονομίας σε πολλούς διαγωνισμούς (Olympic Awards κ.α.)
Έχω πραγματοποιήσει παρουσιάσεις για την ελληνική γαστρονομία για λογαριασμό του Ε.Ο.Τ. και της περιφέρειας της Αττικής σε χώρες, όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Αλβανία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία.
Είμαι μέλος της Αδελφότητας Γευσιγνωστών και Οινοχόων CEUCO, απ’ όπου βραβεύτηκα για την προάσπιση και προώθηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της ευρωπαϊκής γαστρονομίας, στην Αλμπουφέιρα της Πορτογαλίας.
-Είστε συνιδιοκτήτρια του εστιατορίου «Το Πυροφάνι του Πειραιά».
Τα χνάρια μου ακολουθεί, με πολλή αγάπη κι αφοσίωση, ο μικρός μου γιος, Κωνσταντίνος Κοκκόσης, που από δεκατεσσάρων χρόνων βρίσκεται μέσα στις κουζίνες, εκφράζοντας από τότε την επιθυμία του να ασχοληθεί με την μαγειρική. Μαζί διατηρούμε το εστιατόριο στην ακτή Θεμιστοκλέους.
Με τον δεύτερο σύζυγό μου, Νίκο Λασπάκη, είμαστε δίπλα του, επισημαίνοντάς του διαρκώς ότι η εξέλιξη και η συνεχής κατάρτιση είναι το ζητούμενο για κάθε επιτυχία.
Το εστιατόριο μας στον Πειραιά έχει ιστορία 36 χρόνων (ξεκινώντας από τα Καμίνια και τα τελευταία 6 χρόνια είναι στην Πειραϊκή). Είναι μια κλασική αξία, που πέρα από την χαρακτηριστική γαστρονομική απόλαυση που προσφέρει στον πελάτη, τον συνδέει αυτόματα και με εποχές όπου η διέξοδος, ο ορίζοντας και ο ελεύθερος χρόνος ήταν πιο προσιτά μεγέθη, αλλά και με ένα παρόν που παρά τις δυσκολίες, ο καθένας από εμάς πασχίζει να το κάνει πιο βιώσιμο.
-Τι σημαίνει ελληνική κουζίνα;
Είναι ένα κράμα επιρροών και συναντήσεων, μια ταυτοτική γευστική αξία που στο πέρασμα του χρόνου κράτησε τους πιο χαρακτηριστικούς δρόμους για να φτάσουμε σήμερα να μιλάμε για την κορωνίδα της μεσογειακής διατροφής και την εγγύηση της καλής υγείας.
Στην ελληνική κουζίνα, κυρίαρχο ρόλο παίζει η φρεσκάδα και η άριστη ποιότητα της πρώτης ύλης.Το λιτό και το γεμάτο θησαυρούς ελληνικό πιάτο. Το φρέσκο λάδι, τα φρέσκα ψάρια, τα φρέσκα εποχικά των αγρών.
Η ελληνική κουζίνα είναι γενναιόδωρη. Είναι αυτό που έλεγε στον «Μικρό Ναυτίλο» ο Οδυσσέας Ελύτης: «από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.»
-Είστε εγγονή του σπουδαίου Μαρίνου Πλατή.
Ο παππούς μου, Μαρίνος Πλατής, γεννήθηκε στη Σαντορίνη, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά, όπου αποφάσισε να μετακομίσει η οικογένειά του, όταν ήταν ακόμη μικρός.
Την δεκαετία του 1910, πήγε στα καράβια με την ιδιότητα του μάγειρα και γρήγορα κατέληξε στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Άνοιξε, στην πορεία της ζωής του τρία Diners κι ένα εστιατόριο, αξιοποιώντας την εργατικότητά του και την αποδοχή, που είχε από την ελληνική ομογένεια. Πολύ συχνά, ο παππούς και η οικογένειά του ακολουθούσαν τις εκδηλώσεις της ομογενειακής οργάνωσης ΑΧΕΠΑ.
Αφοσιωμένος στο κοινό καλό, δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα και δη τον Πειραιά, για τον οποίο μιλούσε συνεχώς στις συνελεύσεις του Πειραϊκού συνδέσμου -στον οποίο διετέλεσε γενικός γραμματέας, αλλά και ταμίας.
Άνηκε σε εκείνη τη γενιά των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν λόγω συνθηκών. Ήταν ένας από εκείνους που ζούσαν μια ζωή σε ξένους τόπους, με την θλιβερή βεβαιότητα ότι τον δικό τους τόπο δεν θα τον ξαναδούν ποτέ. Γι’ αυτό και καλλιεργήθηκε έντονα μέσα τους η νοσταλγία, η ευαισθησία, αλλά και η θέληση για διατήρηση της παράδοσης, μέσα από τη διαφύλαξη της μνήμης, της ιστορίας, των εικόνων, της γεύσης και της όσφρησης.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ