«Χρειάστηκε να πάω και εγώ στα επείγοντα».
Της Κατερίνας Πλουμιδάκη
Ξεκίνησα τελείως αλλιώς πριν 2 μήνες. Πέταξα για το Κολοράντο με σκοπό να επισκεφτώ μια φίλη μου στο σπίτι της στο βουνό και να κάνουμε παρέα σκι.
Ως εκεί τα κατάφερα.
Το Σάββατο 14 Μαρτίου όμως, στις έξι το απόγευμα, μας ανακοίνωσαν από την τηλεόραση ότι κλείνουν όλα τα χιονοδρομικά της Αμερικής. Ούτως ή άλλως όπου να’ ναι θα έφευγα οπότε δεν του έδωσα παραπάνω σκέψη.
Κακώς.
Στο χιονοδρομικό που ήμουν πήγα κατευθείαν στις πληροφορίες για να μάθω ό,τι μπορούσα, γιατί ακριβώς έκλεισαν, αν υπήρχαν κρούσματα στο χωριό που ήμουν (ως εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι δεν υπήρχε κανένα) και παράλληλα ήθελα να κανονίσω και τα του ταξιδιού μου για να κατέβω από το βουνό στο αεροδρόμιο. Φυσικά ποτέ δεν μπόρεσα να φτάσω στο κιόσκι πληροφοριών γιατί όλο το χωριό μετά τις 6 μμ έκανε τις ίδιες σκέψεις με μένα.
Ξεχύθηκαν όλοι από τα δωμάτια τους για να μάθουν τι συμβαίνει, να ζητήσουν τα λεφτά τους πίσω για τα ξενοδοχεία που έμεναν, για τα μαθήματα σκι των παιδιών τους και των ιδίων, για το εισιτήριο του σκι.
Όταν είδα ότι το να περιμένω στην ουρά είναι μάταιο, αποφάσισα να μπω στο διαδίκτυο να δω τι γίνεται.
Το έλα να δεις.
Δεν υπήρχε θέση στα βανάκια ούτε για δείγμα. Έπαιρνα τηλέφωνο και συνεχώς βούιζαν. Αποφάσισα να το αφήσω για την επομένη.
Την Κυριακή με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να τους μιλήσω, μου εξήγησαν ότι πήζουν γιατί όλοι θέλουν να φύγουν κι έτσι έκλεισα με το τελευταίο βανάκι που έφευγε την Τρίτη το απόγευμα. Δεν είχα και άλλη επιλογή γιατί το τρένο το είχαν μόλις κόψει.
Τις επόμενες δυο μέρες έκλεισαν και όλα τα μαγαζιά στο χωριό.
Για καλή μου τύχη την Τρίτη ήμασταν μόνο πέντε στο βαν.
Δε μου άρεσε η ιδέα να μπω σε γεμάτο λεωφορειάκι γι’ αυτό και διάλεξα την τελευταία διαδρομή.
Η φίλη μου παρέμεινε στο βουνό και μου έδωσε τα κλειδιά του διαμερίσματός της στο Ντένβερ, για να μείνω ώσπου να ταξιδέψω.
Ο στόχος ήταν να μην πάω στο αεροδρόμιο πάνω στον πανζουρλισμό. Ο κόσμος έφευγε άρον-άρον από όλο το Κολοράντο.
Το βανάκι μας άφησε στο αεροδρόμιο, μπήκα μέσα να τσεκάρω για τις πτήσεις, είδα το απόλυτο χάος κι έφυγα τρέχοντας. Πήρα ταξί (μην ακουμπώντας πουθενά και εισπνέοντας στραμμένη προς το παράθυρο) για την πρωτεύουσα του Κολοράντο, το Ντένβερ.
Από τότε ακόμα εδώ είμαι.
Δεν υπήρξε στιγμή που να αισθάνθηκα ασφαλής να ταξιδέψω.
Μετά το αεροδρόμιο ξεκίνησε αυτό το περίεργο κρύωμα που δεν ξέρω αν κόλλησα στο αεροδρόμιο καθαυτό.
Από τις έξι εβδομάδες που είμαι στο Ντένβερ, βήχω τις πέντε (από το νοσοκομείο μου έδωσαν χάπια και δε βήχω και την έκτη). Δεν είναι ξηρός βήχας γι’ αυτό και δεν το φοβήθηκα. Πέρασα τις πρώτες 12 μέρες με ελαφρύ πονόλαιμο. Για 72 ώρες σφύριζε το δεξί μου αυτί και λόγω αυτού κοιμόμουν ελάχιστα. Το συνάχι/μπούκωμα εναλλάσσεται έως σήμερα.
Το Σάββατο 18 Απριλίου όμως ξεκίνησε ένας πόνος στο στήθος επί εικοσιτετραώρου βάσεως και εκεί πια πήρα το γιατρό.
Μου είπε να πάρω Ibuprofen (αντιφλεγμονώδες) και ότι μέσα σε 24 ώρες θα δω διαφορά.
Κάτι που δεν έγινε.
Αυτά τα χάπια αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να τα παίρνει κανείς γιατί ρίχνουν το ανοσοποιητικό οπότε είναι ό,τι χειρότερο για τον κορωνοϊό και γι’ αυτό και μου είπε να τα πάρω το πολύ έως 72 ώρες.
Έτσι κι έγινε και το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο.
ΤΙΠΟΤΑ.
Εκεί πια φοβήθηκα και μου είπε και ο γιατρός να πάω στα επείγοντα. Δε θεωρούσε ότι είναι κορωνοϊός -χωρίς να το αποκλείει βέβαια- αλλά ή καρδιά ή διάβρωση του οισοφάγου. Με τον οισοφάγο έχω ήδη πρόβλημα γιατί έχω Μπάρετ που είναι προκαρκινικό και θέλει προσοχή, οπότε δεν ήξερα τι είναι χειρότερο…
Παρασκευή 24 λοιπόν περπάτησα τη μια ώρα για το νοσοκομείο. Σε ταξί δεν έμπαινα.
Έφτασα στην είσοδο χωρίς να είμαι σίγουρη ότι κάνω τις σωστές κινήσεις μιας και ήξερα ότι πάω στην εστία μολύνσεως.
Τα επείγοντα είχαν τη δική τους ξεχωριστή είσοδο με τα μεγάλα επιβλητικά κόκκινα γράμματα.
Μπήκα φορώντας ένα μαντήλι και η νοσηλεύτρια στην είσοδο μου έδωσε μια μάσκα (ούτε για δείγμα δεν υπάρχει μάσκα εδώ πέρα και γενικότερα) και με ρώτησε εάν έχω πυρετό -αφού της εξήγησα ότι ήρθα λόγω πόνου στο στήθος. Της είπα ότι δεν έχω ιδέα γιατί δεν υπάρχει θερμόμετρο στη χώρα (κυριολεκτικά ένα μήνα έψαχνα θερμόμετρο και ρώταγα και φίλους σε άλλες πολιτείες μπας και μου στείλουν αλλά κανείς δεν έβρισκε).
Μου πήρε κατευθείαν τη θερμοκρασία βάζοντας το θερμόμετρο στο κούτελό μου. Μου είπε ότι δεν έχω πυρετό (καλό δείγμα, ανακουφίστηκα προσωρινά) και μου έδειξε να προχωρήσω ευθεία στο βάθος του διαδρόμου που θα συναντούσα το γιατρό.
Μου έκανε εντύπωση ότι κι εκείνη φορούσε την ίδια μάσκα με αυτή που μου έδωσε, την απλή υφασμάτινη γαλάζια κι όχι την N-95, παρόλο τον κίνδυνο που συνεχώς διατρέχει στην είσοδο των επειγόντων περιστατικών.
Ο διάδρομος ήταν στενόμακρος κομμένος στη μέση με παραβάν και δεν υπήρχε ψυχή ως το τέλος του διαδρόμου. Μόνο άδειες καρέκλες.
Αισθάνθηκα ασφαλής.
Περίμενα όρθια μερικά λεπτά (σε καρέκλα δεν ήθελα να καθίσω, ούτε να ακουμπήσω τίποτα) ώσπου να ανοίξει η πόρτα και να βγει ένας νοσοκόμος. Τον ακολούθησα ως ένα δωμάτιο περνώντας από το λογιστήριο και τους άλλους άδειους διαδρόμους (τους ασθενείς τους κοιτάζουν μέσα σε ξεχωριστά δωμάτια και δεν κυκλοφορεί κανείς στο διάδρομο). Μου είπε να περιμένω το γιατρό κι έφυγε.
Το δωμάτιο αποστειρωμένα καθαρό. Είχε και τηλεόραση.
Ήρθε η γιατρός σε λίγα λεπτά και πήρε το ιστορικό μου.
Μετά από αυτό εναλλάσσονταν τα άτομα και τα μηχανήματα στο δωμάτιο. Δε βγήκα καθόλου και τις δυόμιση ώρες που έκατσα στο νοσοκομείο παρέμεινα στο δωμάτιο καθώς όλα τα έφεραν εκεί.
Πρώτα ήρθε ένας νοσηλευτής και μου έκανε ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Μετά ένας άλλος με το βαρύ μηχάνημα με τις ροδέλες για την ακτινογραφία θώρακος που μου έβαλε μια πλακέτα πίσω από την πλάτη.
Μετά ήρθαν δύο νοσηλεύτριες και η μία μου πήρε αίμα για να δουν τα ένζυμα της καρδιάς και για θρόμβωση στον πνεύμονα και η άλλη παράλληλα με ακροάστηκε και μου πήρε την πίεση.
Εγώ καθόλη τη διάρκεια ήθελα να βήξω αλλά φοβόμουν μην τους τρομοκρατήσω και το έπνιγα και έβηχα στα διαλείμματα που έμενα μόνη μου. Όλοι ανεξαιρέτως φορούσαν την απλή υφασμάτινη μάσκα.
Αυτή η μάσκα προσώπου είναι κυρίως χρήσιμη στους ίδιους τους ασθενείς, προκειμένου να μην μεταδώσουν τον ιό. Προστατεύει σε ένα μικρό ποσοστό (τα νούμερα διαφέρουν) και τους υγιείς που τη φοράνε, για να μην κολλήσουν από τα αναπνευστικά σταγονίδια των νοσούντων.
Επομένως το σύνολο των έντεκα ατόμων που συναναστράφηκα, έτσι και είχα τον ιό, δεν είχαν επαρκή προστασία από εμένα.
Καθώς περίμενα τα αποτελέσματα ήρθαν τρεις φορές τρία διαφορετικά άτομα από το λογιστήριο για περαιτέρω ερωτήσεις της κάλυψης της ασφάλειάς μου. Τα ποσά εξωφρενικά στα επείγοντα και γενικότερα στα νοσοκομεία της Αμερικής. Μη-διαχειρίσιμα και μη- πιστευτά.
Κατόπιν ήρθε μία νοσοκόμα και μου έκανε το τεστ του κορωνοϊού. Μου είπε να βγάλω τη μάσκα και εγώ την κατέβασα ως το στόμα -μην τυχόν και την κολλήσω- αλλά μου είπε να την βγάλω τελείως γιατί θα κάναμε το τεστ στο στόμα και όχι στη μύτη.
Εκεί την λυπήθηκα γιατί έτσι και είχα τον ιό θα την είχα κολλήσει. Αισθανόμουν πολύ άσχημα προς όλους, μην ξέροντας αν έχω τον ιό και την επικινδυνότητα στην οποία τους έβαζα.
Στο τέλος ήρθε η γιατρός και μου είπε ότι τα καλά νέα είναι ότι δεν είναι από την καρδιά και μου έδωσε το τηλέφωνο γιατρού για τον οισοφάγο που ήταν στο απέναντι νοσοκομείο. Μου εξήγησε ότι αυτή τη στιγμή δεν κάνουν καθόλου γαστροσκοπήσεις γιατί ασχολούνται μόνο με τον ιό αλλά στην περίπτωσή μου πρέπει να κάνω επειδή δεν έχει βρεθεί η αιτία του πόνου στο στήθος.
Μετά από αυτό έφυγα περνώντας από τους σταθερά άδειους διαδρόμους και πήρα τη μία ώρα διαδρομή για το σπίτι αναμένοντας στις 48 ώρες τα αποτελέσματα του τεστ του κορωνοϊού.
Την επομένη μίλησα με το γιατρό της γαστροσκόπησης για να κλείσω το ραντεβού και πάνω στην κουβέντα με ρώτησε πώς και δε φοβήθηκα που πήγα στα επείγοντα, ξέροντας βέβαια την απάντηση της μη-επιλογής που είχα.
Την παρεπόμενη που βγήκε το τεστ και μου είπαν ότι είναι αρνητικό, οι σκέψεις μου αυτομάτως αντιστράφηκαν και έφυγαν από το να μην τους κολλήσω και πήγαν στο εάν κόλλησα εγώ ενδιάμεσα. Στο κάτω-κάτω είχα δει έντεκα άτομα που δούλευαν στα επείγοντα του νοσοκομείου.
Όλη αυτή η εμπειρία με έφερε στο να ζήσω από πρώτο χέρι και να καταλάβω γιατί παράλληλα χάνονται και τόσοι άνθρωποι από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Πραγματικά η προάσπισή τους είναι στενάχωρα ανεπαρκής.
Μόνο το ΦΙΛΟΤΙΜΟ και η αίσθηση του χρέους και της προσφοράς μπορεί να τους ενθαρρύνει και να τους κρατάει δυνατούς γι’ αυτό τον αγώνα που διατρέχουν.