Μαντινάδες και Κονδυλιές
Μαντινάδα = πρωινό τραγούδι από τη βενετική λέξη matinada. Η μαντινάδα εμφανίζεται στα τέλη του 14ου αιώνα σαν αυτοτελές ποιητικό είδος: δίστιχο με ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς 15/σύλλαβους στίχους. Καλλιεργείται και στην Ελλάδα κυρίως στη νησιωτική και ανθεί ιδιαίτερα στην Κρήτη. Κρητική μαντινάδα είναι δίστιχο ποίημα με 15/σύλλαβους και ομοιοκατάληκτους στίχους στην κρητική διάλεκτο που αποδίδει αυτοτελές και ολοκληρωμένο νόημα και διαθέτει ποιητικές αρετές. Οι μαντινάδες υπήρχαν στην Κρήτη προ της Ενετοκρατίας όπως προκύπτει από Βυζαντινό χειρόγραφο του 15ου αιώνα όπου περιέχονται «καταλόγια» δηλαδή Βυζαντινά λαϊκά νυχτερινά τραγούδια που δεν είναι άλλο παρά μαντινάδες χωρίς ομοιοκαταληξία.
Οι μαντινάδες τραγουδιούνται πάνω σε Κρητικούς μελωδικούς σκοπούς μικρής χρονικής διάρκειας που απομνημονεύονται εύκολα και έχουν συγγένεια με την Κρητική χορευτική μουσική. Τραγουδιούνται a cappella ή με συνοδεία παραδοσιακών οργάνων. Τα tempi των ρυθμικών αγωγών των μαντινάδων είναι πιο αργά από αυτά της χορευτικής μουσικής και πιο γρήγορα από των ριζίτικων τραγουδιών. Ο παραδοσιακός τρόπος εκτέλεσης της μαντινάδας είναι: ο σολίστας τραγουδιστής τραγουδά ολόκληρο τον πρώτο στίχο της μαντινάδας και αμέσως μετά οι παρευρισκόμενοι επαναλαμβάνουν το δεύτερο ημιστίχιο του πρώτου στίχου αφού προβάλουν τραγουδιστά το παράθεμα «έλα-έλα», π.χ.
σολίστας: Μ’ αγάπα αγάπα κοπελιές επήρανε το νου μου.
χορωδία: Έλα-έλα επήρανε το νου μου.
Στη συνέχεια ο σολίστας τραγουδιστής τραγουδά ολόκληρο το δεύτερο στίχο και αμέσως μετά οι παρευρισκόμενοι επαναλαμβάνουν δύο φορές το δεύτερο ημιστίχιο του δεύτερου στίχου, π.χ.
σολίστας: Και δε μ’ αφήνουν να σταθώ στο σπίτι του κυρού μου.
χορωδία: Στο σπίτι του κυρού μου. Στο σπίτι του κυρού μου.
Κατηγορίες μαντινάδων με βάση τη μελωδία και το ποιητικό τους περιεχόμενο έχουμε πολλών ειδών: γάμου, ερωτικές, χιουμοριστικές, σατιρικές, ιστορικές, αλληγορικές, νανουρίσματα, μοιρολόγια, κάλαντα, του κλήδονα κ.α.
Στις οικογενειακές συγκεντρώσεις των Κρητών αφού οι παριστάμενοι τέλειωναν τα ριζίτικα τραγούδια των φιλοφρονήσεων και των σχετικών με το γεγονός του εορτασμού τραγουδιών στη συνέχεια τραγουδούσαν διάφορα ριζίτικα κατά βούληση οπότε ως προοίμιο ή επωδό αυτών προσέθεταν συνήθως μία μαντινάδα ή πιο σπάνια δυο ή τρεις. Ταλαντούχοι μαντιναδολόγοι αυτοσχεδίαζαν μαντινάδες εκφράζοντας τα κοινά συναισθήματα των παρευρισκομένων. Στα Κρητικά γλέντια οι χιουμοριστικές μαντινάδες είναι πάντα παρούσες και δημιουργούν πολύ κέφι, γέλιο, ευθυμία και χαρούμενη διάθεση.
Εντύπωση αυτοτελούς τραγουδιού συνιστά σειρά μαντινάδων με στίχους ίδιας νοηματικής συγγένειας.
Ο μουσικός όρος «κονδυλιά» προέρχεται από τη λέξη «κόνδυλας» που σημαίνει το τμήμα του καλαμιού μεταξύ δύο γονάτων (κόμβων) από το οποίο κατασκευάζονταν τα πρωτόγονα πνευστά όργανα στην Κρήτη. Οι κονδυλιές (ή πηδηχτός με την τοπική ονομασία τους) είναι μουσικοί σκοποί που απαρτίζονται από μικρότερες μελωδικές φράσεις που δεν έχουν συγκεκριμένη μορφολογική δομή. Αναπτύχθηκαν κυρίως στην ανατολική και κεντρική Κρήτη. Οι φορείς της Κρητικής μουσικής παράδοσης, τις μικρές αυτές μελωδικές φράσεις τις ονοματίζουν «γυρίσματα» και πιο σπάνια «κονδυλιές». Συνεπώς ο μουσικός όρος «κονδυλιά» υποδηλώνει όχι μόνο το όλο του μουσικού σκοπού αλλά και τις επιμέρους μουσικές φράσεις του πάνω στις οποίες τραγουδιούνται οι μαντινάδες. Επίσης προσδιορίζει ο μουσικός όρος «κονδυλιά» το μέρος του τραγουδιού που επαναλαμβάνει πανομοιότυπα η ομήγυρη ενώ πρωτοεκτέθηκε από έναν τραγουδιστή σόλο και στη χορευτική μουσική που δεν έχει καθορισμένη μορφολογική δομή σημαίνει μικρές αυτόνομες μελωδικές φράσεις. Οι οργανοπαίκτες σύμφωνα με την παράδοση του τόπου τους και τη δεξιοτεχνία τους συνταιριάζουν χρησιμοποιώντας «γυρίσματα» κατά το δοκούν δημιουργώντας το συνολικό άκουσμα της κονδυλιάς. Τα γυρίσματα στις κονδυλιές είναι συνήθως τετράμετρα και πολλές φορές πριν από κάθε στίχο του δίστιχου προηγείται ένα παράθεμα («έλα», «ε», «ω», «άχι», «ώπα») ή ένα τσάκισμα. Οι κονδυλιές γενικά προξενούν ενθουσιασμό και ξυπνούν τη διάθεση για ψυχαγωγία.
Οι μαντινάδες και οι κονδυλιές είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς όχι μόνο στους Κρητικούς αλλά σε όλους τους Έλληνες τόσο για το περιεχόμενο των στίχων τους όσο και για τη γλυκύτητα των μελωδικών γραμμών τους που διακρίνονται από απέριττη ομορφιά και φυσική απλότητα. Τα τραγούδια αυτά καθρεφτίζουν τα ήθη, τα συναισθήματα και τη διανόηση των Κρητών και έχουν μικροαστική προέλευση, σε αντίθεση με τα ριζίτικα τραγούδια που προέρχονται από χωριά των Λευκών Ορέων.
Παραθέτουμε δύο υπέροχα και υποδειγματικά τραγούδια που συνδυάζουν πανδαισία στίχου και ήχου που με τη χορωδιακή επεξεργασία τους προσλαμβάνουν νέα μορφή αρτιότητας που αναδεικνύει και υπογραμμίζει τις αρετές τους.
Πηγή μελωδιών και στίχων: Γεωργίου Ι. Χατζηδάκι, Κρητική Μουσική, σελ. 149 και 150.